-
1 учение
учени||ес1. ἡ ἐκπαίδευση [-ις], οἱ σπουδές, τά μαθήματα, ἡ μελέτη/ ἡ μαθήτευση [-ις], ἡ μαθητεία (ремеслу):\учение ему́ дается легко́ τά παίρνει εὔκολα τά γράμματα· годы \учениея τά σχολικά χρόνια· быть в \учениеи μαθαίνω, μαθητεύω· кончить \учение а) ἀποφοιτώ, τελειώνω τίς σπουδές, б) τελειώνω τή μαθήτευση (ремеслу)·2. воен. οἱ ἀσκήσεις, τά γυμνάσια:строевое \учение οἱ ἀσκήσεις πυκνής τάξεως· тактическое \учение οἱ ἀσκήσεις τακτικής·3. (преподавание) ἡ διδασκαλία·4. (наука, теория) ἡ διδασκαλία, ἡ θεωρία:\учение о природе ἡ διδασκαλία γιά τή φύση. -
2 учение
-я ουδ.1. μάθηση• σπουδή, μελέτη• μαθήτευση, μαθητεία•учение уроков η μελέτη των μαθημάτων•
время -я μαθητικά ή φοιτητικά χρόνια•
кончить учение τελειώνω τη μάθηση ή τις σπουδές (αποφοιτώ).
|| πλθ. -я (στρατ.) ασκήσεις• γυμνάσια•военные -я στρατιωτικά γυμνάσια•
идти на -я πηγαίνω ασκήσεις.
2. διδασκαλία•учение стоиков η διδασκαλία των στωικών•
христианское учение η χριστιανική διδασκαλία•
учение древнегреческих материалистов η διδασκαλίατων αρχαίων Ελλήνων υλιστών.
-
3 заочный
заочный: \заочныйое обучение η διδασκαλία (или εκπαίδευση) με αλληλογραφία* * *зао́чное обуче́ние — η διδασκαλία ( или εκπαίδευση) με αλληλογραφία
-
4 курс
курс м 1) (направление) η κατεύθυνση, η γραμμή, η διεύθυνση· взять \курс на... κατευθύνομαι προς...· внешнеполитический \курс ο εξωτερικός πολιτικός προσανατολισμός 2) (учебный) η σειρά μαθημάτων, η διδασκαλία· я на первом \курсе είμαι πρωτοετής 3) (лечение) η θεραπεία, η κούρα ◇ валютный \курс η τιμή του συναλλάγματος* * *м1) ( направление) η κατεύθυνση, η γραμμή, η διεύθυνσηвзять курс на… — κατευθύνομαι προς…
внешнеполити́ческий курс — ο εξωτερικός πολιτικός προσανατολισμός
2) ( учебный) η σειρά μαθημάτων, η διδασκαλίαя на пе́рвом курсе — είμαι πρωτοετής
3) ( лечение) η θεραπεία, η κούρα••валю́тный курс — η τιμή του συναλλάγματος
-
5 преподавание
преподавание с η διδασκαλία, η παράδοση (του μαθήματος)* * *сη διδασκαλία, η παράδοση (του μαθήματος) -
6 проповедь
-
7 учение
-
8 стилистика
стилист||икаж ἡ στυ-λιστική, ἡ διδασκαλία γιά τό ὕφος, ἡ διδασκαλία στό στυλ. -
9 доктрина
-ы θ.διδασκαλία•научная доктрина επιστημονική διδασκαλία.
-
10 преподавание
-я- ουδ. διδασκαλία, παράδοση μαθήματος•преподавание в школе η διδασκαλία στο σχολείο.
-
11 курс
1. (направление движения) η πορεία, η κατεύθυνση, мор. о πλους- следования (линия соединяющая пункты отправления и назначения) - του προορισμού2. эк. η τιμή, η αξία 3. (цикл лечебных процедур) η θεραπεία 4. (в политике) η (πολιτική) κατεύθυνση 5. (изложение какой-л. науки в вузе) η διδασκαλία, η σειρά (των διαλέξεων/μαθημάτων) 6. (год обучения в вузах и средних специальных учебных заведениях) το έτος (της εκπαίδευσης/φοί-τησης) 7. (законченный цикл обучения) о πλήρης κύκλος της διδασκαλίας 8. (учебник, излагающий какую-л. науку) το εγχειρίδιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > курс
-
12 перипатетизм
(учение перипатетиков, последователей Аристотеля) о περιπα-τητισμός, η διδασκαλία/φιλοσοφία της περιπατητικής σχολής του Αριστοτέλη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перипатетизм
-
13 преподавание
η διδασκαλία, η παράδοση μαθημάτων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > преподавание
-
14 учение
1. (обучение) η εκπαίδευση 2. (теория) η θεωρία, η διδασκαλία 3. -я (военные) οι ασκήσεις.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > учение
-
15 финансист
1. (специалист по ведению финансовых операций) о ειδικός στα θέματα χρηματοδότησης, ο οικονομικός παράγοντας, ο χρηματοδότης 2. (специалист по теории финансов) о καθηγητής-ειδικός στη διδασκαλία της θεωρίας της χρηματοδότησης, ο οικονομολόγος 3. (человек, ведущий крупные денежные операции) о χρηματοδότης, ο επιχειρηματίας/επαγγελ-ματίας που ασχολείται και πραγματοποιεί μεγάλες χρηματοδοτήσεις, ο οικονομικός παράγοντας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > финансист
-
16 доктрина
доктри́н||аж τό δόγμα, ἡ διδασκαλία. -
17 курс
курсм1. (направление) ἡ πορεία, ἡ ρότα / перен ἡ κατεύθυνση [-ις], ἡ διεύ-θυνση [-ις]:\курс на север πορεία προς βορ-ραν взять \курс на что-л. перен ἀρχίζω κάτι· менять \курс ἀλλάζω πορεία·2. (учебный) ἡ διδασκαλία, ἡ σειρά μαθημάτων / τό ἐτος (год обучения):\курс лекций ἡ σειρά παραδόσεων студент третьего \курса ὁ τριτοετής φοιτητής· окончить \курс в университете τελειώνω τό πανεπιστήμιο·3. (учебник) τό ἐγχειρίδιο[ν]:краткий \курс ἡ ἐπιτομή·4. мед.:\курс лечения ἡ θεραπεία, ἡ κούρα·5. эк. (валюты и т, п.) ἡ ἀξία, ἡ τιμή:биржевой \курс ὁ£ τιμές τοῦ χρηματιστηρίου· ◊ быть в \курсе дела εἶμαι ἐνήμερος, εἶμαι γνώστης τῶν πραγμάτων вводить в \курс κατατοπίζω, ἐνημερώνὠ держать в \курсе событий κρατώ ἐνήμερο τῶν γεγονότων. -
18 лекция
лекци||яж ἡ διάλεξη [-ις], ἡ ὁμιλία, ἡ διδασκαλία:курс \лекцияй ἡ σειρά παραδόσεων публичные \лекцияи οἱ δημόσιες διαλέξεις· читать \лекцияи а) κάνω διαλέξεις (публичные), б) παραδίδω (в университете, институте). -
19 лжеучение
лжеучениес ἡ ψευτοθεωρία, ἡ ψευδής διδασκαλία. -
20 очный
о́чн||ыйприл:\очныйая ставка юр. ἡ ἀν-τιπαράσταση [-ις], ἡ παραβολή, ἡ ἀντιπα-ράθεση [-ις]· давать \очныйую ставку φέρω ἐΙς ἀντιπαράστασιν \очныйое обучение ἡ ἐκπαίδευση μέ διδασκαλία
См. также в других словарях:
διδασκαλία — διδασκαλίᾱ , διδασκαλία teaching fem nom/voc/acc dual διδασκαλίᾱ , διδασκαλία teaching fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδασκαλία — Βλ. λ. διδακτική. * * * η (AM διδασκαλία) [διδάσκαλος] 1. μετάδοση γνώσεων, διδαχή 2. νουθεσία, υπόδειξη, δασκάλεμα αρχ. νεοελλ. 1. το σύνολο τών διδαγμάτων θρησκείας, επιστήμης ή φιλοσοφικού συστήματος («η χριστιανική διδασκαλία») 2. η… … Dictionary of Greek
διδασκαλίᾳ — διδασκαλίαι , διδασκαλία teaching fem nom/voc pl διδασκαλίᾱͅ , διδασκαλία teaching fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδασκαλία — η 1. η μετάδοση γνώσεων από δάσκαλο σε μαθητή, η διδαχή: Η διδασκαλία των αρετών της ζωής είναι δύσκολο έργο. 2. το σύνολο των διδαγμάτων ενός φιλοσοφικού συστήματος ή μιας θρησκείας: Η διδασκαλία του Σωκράτη είναι η γνωστότερη της αρχαιότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διδασκάλια — διδασκάλιον thing taught neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αδελφική Διδασκαλία — Φυλλάδιο του Αδ. Κοραή, που κυκλοφόρησε ανώνυμα στο Παρίσι (1798). Ο πλήρης τίτλος του είναι Αδελφική Διδασκαλία προς τους ευρισκομένους κατά πάσαν την Οθωμανικήν επικράτειαν Γραικούς, εις αντίρρησιν κατά της ψευδωνυμίας εν ονόματι του… … Dictionary of Greek
Αρμινιανισμός — Διδασκαλία του Ολλανδού θεολόγου Αρμίνιου (1560 1609) που αμφισβητεί το καλβινικό δόγμα του διπλού προορισμού. H χάρη, σύμφωνα με τη διδασκαλία, προσφέρεται σε όλους, δεν είναι όμως αμετάκλητη. To 1610, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Αρμίνιου, οι … Dictionary of Greek
διδασκαλίας — διδασκαλίᾱς , διδασκαλία teaching fem acc pl διδασκαλίᾱς , διδασκαλία teaching fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδασκαλίαι — διδασκαλία teaching fem nom/voc pl διδασκαλίᾱͅ , διδασκαλία teaching fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαβισμός — Διδασκαλία του Βαβ (βλ. λ.) και των διαδόχων του. Περιέχεται σε δύο βιβλία, το Μπαγιάν (Έκθεση) και το Κιτάπ ι Ακντάς (Υπεράγιο βιβλίο). Πρόκειται για μεταρρυθμιστική διδασκαλία του ισλαμισμού, που διατυπώθηκε με διάθεση κριτικής κατά του… … Dictionary of Greek
διδασκαλίαν — διδασκαλίᾱν , διδασκαλία teaching fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)